ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ MUSIC.NET.CY

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε την 1η Ιουνίου 2008
(ημέρα επίσημης κυκλοφορίας του δίσκου «Της Αγάπης Μανιφέστο»).

Χάρη, αφού σε καλωσορίσω σαν φρέσκια παρουσία που είσαι στα μουσικά μας πράγματα, να σου ευχηθώ καλή τύχη με την πρώτη δισκογραφική σου δουλειά, η οποία μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Της αγάπης μανιφέστο». Αλήθεια, πώς προέκυψε αυτός ο τίτλος;

Από το ομώνυμο τραγούδι που κλείνει το δίσκο, δέκατο τρίτο και …τυχερό (όπως βλέπεις, δεν είμαι καθόλου προληπτικός). Το θέμα των στίχων του είναι η απόλυτη αγάπη, το χωρίς όρους και ανταλλάγματα «δόσιμο», κόντρα σε μια εποχή που ίσως ο κόσμος είναι κάπως «κουμπωμένος» και δύσκολα τα δίνει όλα για μια αγάπη, ή (για να μην το περιορίζουμε) για μια φιλία, ή ακόμη για ένα όνειρο, για έναν ανώτερο σκοπό, για κάποια ιδανικά.

Υπάρχουν πιστεύεις σήμερα ιδανικά;

Ένα από τα τραγούδια του δίσκου, το «Όνειρα πλαστά», καταλήγει με το ερώτημα: «…πώς να ζήσω χωρίς ιδανικά;». Πάντως, κι αν φαίνεται ότι δεν υπάρχουν σήμερα ιδανικά, κι αν μοιάζει πως έχουν γκρεμιστεί οι ιδεολογίες, αν περιμένουμε λίγα χρόνια ακόμη, ίσως βρεθούμε προ εκπλήξεων… Με την πορεία που έχει πάρει ο κόσμος, με την περιβόητη παγκοσμιοποίηση (που σημειωτέον δεν είναι εξ’ ορισμού αρνητικός όρος), όμως όταν αντί ν’ ανοίγουν τα σύνορα για τη διάδοση των πολιτισμών, την ενίσχυση της διαφορετικότητας, την ανταλλαγή της κουλτούρας, αντίθετα παγκοσμιοποιούνται μόνο οι αγορές και μονόπλευρα ο δυτικός τρόπος ζωής όσον αφορά στον πολιτισμό, προσθέστε και τα τεράστια κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα του σήμερα, πιστεύω λοιπόν πως δεν θ’ αργήσουν οι άνθρωποι (θέλουν – δε θέλουν) να ξαναβρούν τα ιδανικά τους, ένα καινούριο όραμα να κυνηγούν… Τα ζητήματα αυτά, μαζί με την ατομικότητα, την απάθεια και την αλλοτρίωση, προσπαθώ ν’ αγγίξω με δυο τραγούδια στο δίσκο μου, το 7 («Χρόνια κουρασμένα») και το 9 («Όνειρα πλαστά»).

Έχει όμως η αγάπη μανιφέστα; Χωράει η πολιτική στην αγάπη ή η αγάπη στην πολιτική;

Το τραγούδι που έδωσε το όνομα στο δίσκο, στην κορύφωσή του λέει: «…είναι το χαμόγελό σου της αγάπης μανιφέστο», άρα τουλάχιστον για τον ήρωα του τραγουδιού, υπάρχει «μανιφέστο στην αγάπη» και παίρνει σάρκα και οστά μέσα από το χαμόγελο της αγαπημένης του! Τώρα, «πολιτική στην αγάπη», υπάρχει όταν κάποιος «αγαπά» (σε εισαγωγικά) με υπολογισμό και περιμένοντας ανταπόδοση. Τέλος, «αγάπη στην πολιτική» υπάρχει δυστυχώς σε λίγους πια ανθρώπους, κι αυτή μερικές φορές είναι όχι αγνή και με αίσθημα προσφοράς, αλλά με κίνητρα προσωπικής καταξίωσης, κοινωνικού «status» κι εναγκαλισμού με την εξουσία… Για να μιλήσω πάντως επί της ουσίας του ερωτήματος, ο ίδιος ο έρωτας, ο τρελός, βαθύς έρωτας, εμπεριέχει από τη φύση του επαναστατικότητα, αγωνιστικότητα, αντισυμβατικότητα, σου δίνει φτερά να κάνεις πράγματα που υπό άλλες συνθήκες θα σου φαίνονταν αδιανόητα. Με αυτή λοιπόν την οπτική, αγάπη και μανιφέστο δεν είναι ασύμβατες έννοιες. Για να μη δίνω όμως εσφαλμένες εντυπώσεις, η πρώτη μου αυτή δισκογραφική πρόταση έχει κατά κύριο λόγο ερωτικό περιεχόμενο.

Βλέπω πως σε όλα τα τραγούδια του δίσκου, εκτός της ερμηνείας, είναι δικοί σου και οι στίχοι και η μουσική. Τελικά τι αισθάνεσαι πως είσαι περισσότερο, τραγουδιστής ή δημιουργός;

Η κύρια ιδιότητά μου είναι τραγουδοποιός. Χωρίς να αποκλείω την περίπτωση στο μέλλον να τραγουδήσω τραγούδια άλλων δημιουργών ή να δώσω σε άλλους τραγουδιστές δικά μου κομμάτια, αυτό που δεν θα μπορούσα ποτέ να σταματήσω να κάνω, είναι να εκφράζομαι γράφοντας μελωδίες κι έπειτα να τις ντύνω με λόγια (αυτή είναι και η σειρά που τις περισσότερες φορές φτιάχνω τα τραγούδια μου). Φυσικά, χαίρομαι πολύ όταν ακούω καλές κουβέντες για τη φωνή μου, αγαπώ πολύ να βρίσκομαι στη σκηνή και να τραγουδώ, δίνω μεγάλη σημασία στην – κατά το δυνατόν – αρτιότητα της ερμηνείας μου, όμως αν δεν ήμουν δημιουργός, ίσως να μην αποφάσιζα ποτέ να βγω στη μουσική. Δόξα τω Θεώ, μια χαρά επαγγελματική καριέρα εκτός μουσικής έχω, οι μισοί Έλληνες τραγουδούν, έχουμε και πολλούς σπουδαίους τραγουδιστές για να πιστεύω πως τη δική μου φωνή περίμενε η Ελλάδα…

Ακούγεσαι μετριόφρων, ειδικά όταν κάποιοι γνωστοί καλλιτέχνες γνωρίζω ότι έχουν αναφερθεί με πολύ καλά σχόλια για τη φωνή σου… Έχοντας παρακολουθήσει κι ένα live σου πριν λίγους μήνες σε μια κατάμεστη μουσική σκηνή, «Στον Αέρα» της Πετρούπολης, θα έλεγα ότι έχεις αυτό που λέμε το «πακέτο» για να πετύχεις. Ο ίδιος είσαι φιλόδοξος;

Δεν θα κρύψω ότι είμαι φιλόδοξος, όχι όμως λόγω κάποιου «πακέτου», «κασετίνας», «κούτας», «χαρτοκιβωτίου» και λοιπών περιτυλιγμάτων, αλλά γιατί έχω αυτοπεποίθηση στις δυνατότητές μου ως συνθέτης και στιχουργός. Έχω πίσω μου ένα πολύ πλούσιο ανέκδοτο υλικό, που εσείς δε μπορείτε να το γνωρίζετε, αφού με αυτό το δίσκο πρωτοπαρουσιάζομαι στο κοινό. Παράλληλα, αισθάνομαι πάντα δημιουργικός και έτοιμος ανά πάσα στιγμή να γράψω νέα πράγματα. Φιλοδοξία μου είναι να μοιραστώ τα τραγούδια μου με τον κόσμο, να τον συνοδέψω στις χαρές, στις λύπες, στους έρωτες, στις μοναξιές του, να τον κάνω να «ταξιδέψει» με τις νότες μου και γιατί όχι να χορέψει, αφού πολλά από τα τραγούδια μου είναι χορευτικά. Μακριά από μένα οποιαδήποτε ματαιοδοξία ή κενοδοξία, η μεγαλύτερη φιλοδοξία μου ίσως, είναι να βάλω ένα λιθαράκι να ξαναβγεί μπροστά η μουσική. Βλέπεις, με πειράζει το φαινόμενο που παρατηρείται να είναι τα τραγούδια ένα «αξεσουάρ» των τραγουδιστών, όπως είναι τα ρούχα τους, οι φωτογραφήσεις τους και τα video-clip τους.

Τι ακριβώς εννοείς;

Ας φανταστεί ο καθένας μας ένα διαχρονικό κι αγαπημένο του τραγούδι, κάποιο δηλαδή που τον ανεβάζει και κάνει την ψυχή του να πετά, όσα χρόνια κι αν περάσουν… Για σκεφτείτε: το συγκεκριμένο αυτό τραγούδι, μόνο ένας άνθρωπος πάνω στη γη θα μπορούσε να συνθέσει ακριβώς τη μελωδία του, ο συγκεκριμένος συνθέτης που το έγραψε. Μόνο ένας άνθρωπος πάνω στη γη θα μπορούσε να σκεφτεί και να πλέξει τους ίδιους στίχους, ο συγκεκριμένος στιχουργός που το έγραψε. Από την άλλη, όχι βέβαια όλοι, όμως πολλοί διαφορετικοί τραγουδιστές θα μπορούσαν να το πουν σε ανάλογο επίπεδο και πάλι να έμπαινε το τραγούδι αυτό στην καρδιά μας. Κι όμως, ίσως το συνθέτη και το στιχουργό να μην τους γνωρίζουν παρά ελάχιστοι… Βέβαια καταλαβαίνω πως έτσι δουλεύει το star-system, η βιομηχανία του θεάματος, είναι λογικό. Ούτε θέλω να μειώσω τους ερμηνευτές, είναι καλλιτέχνες και πλουτίζουν τις ζωές μας. Αυτό που θέλω να πω όμως, είναι ότι όπως θα νιώσω ρίγος ακούγοντας μια σπουδαία φωνή, αντίστοιχα έτσι θα νιώσω και μ’ ένα υπέροχο σόλο κιθάρας, βιολιού, σαξόφωνου, κλπ. Η φωνή είναι ένα μουσικό όργανο, το σπουδαιότερο ιεραρχικά ίσως, αλλά δεν παύει να είναι όργανο κι ο «παρουσιαστής» του τραγουδιού, δεν είναι παρά ένας από τους πολλούς συντελεστές. Αλήθεια, ο μέσος ακροατής πόσους σύγχρονους Έλληνες μουσικούς γνωρίζει; Π.χ. στο μπουζούκι, που το επίπεδο στη χώρα μας είναι καταπληκτικά υψηλό, πόσους δεξιοτέχνες γνωρίζει ο κόσμος; Οι ξένοι νομίζετε πως αγνοούν τους μεγάλους π.χ. πιανίστες, κιθαρίστες, βιολιστές, σαξοφωνίστες τους; Μήπως τελικά να μη τα ρίχνουμε όλα στο star-system αλλά είναι και θέμα παιδείας;

Σωστά όλα αυτά, αλλά απ’ τη στιγμή που οι τραγουδιστές φέρνουν τα τραγούδια στον κόσμο, είναι πολύ φυσικό να λένε π.χ. «το άγαλμα» του Πουλόπουλου και όχι «το άγαλμα» του Πλέσσα και του Παπαδόπουλου. Δεν ξέρω αν θ’ απαντήσεις εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας ότι εκτός της καλής φωνής, έχεις καλή εμφάνιση και καλή σκηνική παρουσία, όμως συμφωνείς πως μια καλή φωνή από μόνη της δεν φτάνει, αλλά χρειάζεται σήμερα και το συνολικότερο «πακέτο»;

Στο σύγχρονο κόσμο με τη «δικτατορία» της εικόνας και την κυριαρχία της τηλεόρασης, είναι λογικό τα media να χρειάζονται μια καλή βάση για να προσθέσουν τα strass, το περιτύλιγμα, τον επίπλαστο μύθο και να πουλήσουν χρυσόσκονη. Αν μάλιστα κάποιος απευθύνεται στον κόσμο ως διασκεδαστής, ως performer, ένα είδος που κι αυτό έχει τη σημασία και την αξία του, τότε όχι απλά πρέπει, αλλά επιβάλλεται να συνδυάζει πολλά στοιχεία και όχι μόνο μια καλή φωνή, να κερδίζει δηλαδή το θεατή με τη συνολικότερη παρουσία του στη σκηνή ή την πίστα. Εντάξει, εκτός αν μιλάμε για «μαγικές» φωνές, που όπως κι αν στέκονται, όπως κι αν είναι εμφανισιακά, σε «στέλνουν». Δηλαδή τώρα τι να πεις π.χ. για τον Πασχάλη Τερζή, ότι λόγω «πακέτου» έφτασε εκεί που έφτασε; Αφού ο άνθρωπος ανεβαίνει να τραγουδήσει και τον βλέπεις γίγαντα, άπιαστο αετό, έχει ανάγκη από δίαιτα και γραμμωμένους κοιλιακούς; Θέλω όμως να επανέλθω στο θέμα της μουσικής αυτής καθεαυτής, μου είναι αδύνατο να δω τα πράγματα έξω από τη σκοπιά του δημιουργού και μόνο υπό το πρίσμα του ερμηνευτή. Αυτά τα θέματα δεν έχουν σχέση με την ουσία της μουσικής κι εγώ ως τραγουδοποιός ενδιαφέρομαι για τη μουσική και γενικότερα για το πολιτιστικό στίγμα μιας σύγχρονης Ελλάδας, το οποίο πρέπει να έχει τη δική του ταυτότητα και διαφορετικότητα, ειδικά τώρα, μέσα σ’ ένα παγκόσμιο μουσικό χωριό που όλο και περισσότερο αμερικανοποιείται. Γι αυτό λατρεύω να γράφω και λαϊκά τραγούδια, τουλάχιστον όπως εγώ θεωρώ ότι πρέπει να είναι τα λαϊκά, γνήσια και μακριά από λαϊκο-ποπ ή σκυλο-λαϊκές οδούς, που δυστυχώς σήμερα κυριαρχούν.

Ακούγοντας ολόκληρο το δίσκο σου, το σίγουρο είναι πως δε θα βαρεθεί κανείς, γιατί τα 13 τραγούδια δε μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Εκκρεμούν μεταξύ δύο «απέναντι» θέσεων, τη μια κοντά σε δυναμικές μοντέρνες φόρμες, συχνά με ηλεκτρικό ήχο, ενώ την άλλη σε έντεχνες λαϊκές φόρμες, χορευτικούς ρυθμούς και με κυρίαρχο ρόλο στο μπουζούκι. Εσύ θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου πώς; Ροκ, έντεχνο, λαϊκό; Σε ποιο κοινό απευθύνεσαι;

Απευθύνομαι σε όσους δε βάζουν ταμπέλες και ξέρουν να εκτιμούν μια καλή μελωδία ταιριασμένη μ’ έναν καλό και καθόλου φτηνό στίχο. Όπως κι εγώ ακούω τα πάντα, αρκεί να έχουν ένα minimum επίπεδο και να μην προσβάλλουν την αισθητική μου, ανεξάρτητα αν είναι ροκ, λαϊκά, hip-hop ή οτιδήποτε άλλο, έτσι και ο ακροατής του CD μου είμαι σίγουρος ότι θα βρει πολλά πράγματα να τον εκφράσουν, είτε είναι συνηθισμένος σε ακούσματα πιο «δυτικά», είτε σε πιο «ελληνικά». Το θέμα είναι πως δεν πρόκειται για μια συλλογή που αποτελείται από 1-2 “wannabe hits” και τα υπόλοιπα μπήκαν απλά για να γεμίζουν το δίσκο, αλλά για 13 ισάξια τραγούδια. Και πιστεύω επίσης, πως όταν κάτι έχει γνησιότητα, αισθητική και ταλέντο, δε πρόκειται να «χαλάσει» τον ακροατή αν έπειτα από ένα δυναμικό κομμάτι σε ρυθμό 4/4, ακούσει ένα κομμάτι με μπουζούκι στα 9/8 ή στα 2/4 (ζεϊμπέκικο ή χασάπικο αντίστοιχα). Για μένα η μουσική είναι μία, ή μάλλον δύο: καλή και κακή. Δεν θέλω να αυτοπροσδιορίζομαι δηλαδή με όρους μουσικών ειδών, αλλά με όρους μουσικής ποιότητας. Ελπίζω να ανήκει η μουσική μου στην καλή μουσική. Τώρα αν με ρωτήσεις σε ποια κατηγορία θα πρέπει να βάλει ο υπάλληλος του δισκοπωλείου το CD μου, θα σου πω ας το βάλει αλφαβητικά στο Α (από το επώνυμό μου), ή ας το βάλει στην κατηγορία «Έντεχνο», κι ας μην με εκφράζει απόλυτα ο όρος – δηλαδή τα άλλα ήδη είναι άτεχνα; Έτσι απλά για να ικανοποιηθούν όσοι δε μπορούν να ζήσουν χωρίς ταμπέλες…

Μήπως αυτή η ποικιλομορφία στις φόρμες έχει κάποια σχέση με τα βιώματα και τα ακούσματά σου;

Απόλυτα. Όταν πήγαινα Δημοτικό, ήξερα μόνο από ντίσκο, αλλά μου άρεσε να μου τραγουδάει η γιαγιά και ο παππούς μου δημοτικά τραγούδια, ρουμελιώτικα. Στην εφηβεία μου γνώρισα την κλασσική ροκ και δεν πρόκειται να φύγει από τα κύτταρά μου ποτέ όσο ζω. Κάπου εκεί μαγεύτηκα πρώτα απ’ όλα με τους Pink Floyd και τους Beatles, αλλά και με Gallagher, Deep Purple & Rainbow, Scorpions, Springsteen, Queen, Dire Straits, Genesis, B.O.C. και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Αυτά παίζαμε και με τη σχολική μπάντα κάτω στην Ιωνίδειο στον Πειραιά. Σ’ εκείνο το σχολείο και την τότε παρέα συμμαθητών μου χρωστάω την είσοδό μου στο μαγικό κόσμο της μουσικής ως μουσικός κι όχι ως απλός ακροατής. Ήταν ένα σχολείο αυστηρό, αλλά πάντα με μια ιδιαίτερη κουλτούρα και παράδοση, λόγω των καλών καθηγητών του, αλλά και λόγω του σχετικά υψηλού επιπέδου των μαθητών του (δεν ήταν πλουσιόπαιδα, δημόσιο ήταν το σχολείο, αλλά ήταν πρότυπο και τότε έμπαινες με εξετάσεις). Θυμάμαι κάποιες από τις παιδικές μας «αλητείες», όπως τότε που βγάλαμε κρυφά αντικλείδι της αίθουσας τελετών και κουβαλάγαμε τους ενισχυτές και τη ντραμς στα σπίτια μας τα Χριστούγεννα που ήταν κλειστό το σχολείο, για να κάνουμε πρόβες… Όμως τη μεγαλύτερη συμβολή, τόσο στο να γνωρίσω καλά την ελληνική μουσική , όσο και στο να γράψω τα δικά μου τραγούδια, την είχε ο αξέχαστος Γιώργος Ζαμπέτας, ο οποίος έτυχε να είναι πολύ στενός φίλος του πατέρα και των θείων μου και μπαινόβγαινε στο σπίτι μας κι εμείς στο δικό του. Ήταν μεγάλος δάσκαλος για μένα, όχι γιατί μου έκανε ποτέ κάποιο «κήρυγμα» ή μάθημα, αλλά γιατί θέλοντας και μη, μέσα από την καθημερινότητα και τα τραγούδια του, είτε τα βάζαμε στα κασετόφωνα είτε τα τραγουδάγαμε στην παρέα μαζί του, δε μπορούσα παρά να έρθω κοντά στο έργο του. Και με αφετηρία το μεγαλείο της δικής του μουσικής, να έρθω πιο κοντά και στους υπόλοιπους Έλληνες συνθέτες και να καταλάβω τελικά πόσο τυχεροί είμαστε όλοι εμείς, με τη μουσική κληρονομιά του ρεμπέτικου, του λαϊκού, αλλά και του παραδοσιακού μας τραγουδιού.

Αλήθεια, τι θυμάσαι πιο χαρακτηριστικά από αυτόν τον αξέχαστο και τόσο αγαπημένο για όλους τους Έλληνες άνθρωπο?

Θα έπρεπε να κάνουμε μια συνέντευξη μόνο γι αυτό το θέμα… Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς… Την ξεκαρδιστική και αθυρόστομη πλάκα που έκανε σε όλο τον κόσμο αλλά και στον εαυτό του; Την απλότητα του; Ερχόντουσαν και τα έσπαγαν όπου εμφανιζότανε πρωθυπουργοί, αστέρες του Hollywood και Ωνάσηδες, αλλά εκείνος ήταν πιο απλός κι από τον πιο άγνωστο γείτονα… Ο άνθρωπος έκανε το Αιγάλεω γνωστό σε όλο τον κόσμο, το Egaleo City… Τη μεγάλη μπέσα και την ανθρωπιά του; Ότι τον είχα δει να δακρύζει με τον πόνο απλών ανθρώπων, κάποιων γειτόνων, που τους βόηθαγε χωρίς να το γνωρίζει κανένας; Πράγματα που μαθαίναμε κατά τύχη πολλά χρόνια αργότερα… Την απίστευτη και αξεπέραστη δεξιοτεχνία του στο μπουζούκι αλλά και σε όλα τα έγχορδα; Πρώτα-πρώτα, το πρώτο μου όργανο, μια κιθαρούλα κλασσική, από τα χέρια του την πήρα, μου τη χάρισε σ’ ένα οικογενειακό γλέντι, αφού πρώτα είχε παίξει κι απ’ τα χέρια του είχα δει να πετάνε χελιδόνια, περιστέρια, καρδερίνες, αηδόνια… Έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε εμένα παιδάκι βλέποντάς τον να παίζει, κι ούτε καν φανταζόμουν ότι ήξερε και κιθάρα εκτός από μπουζούκι… Κι είναι πολλά άλλα, που δεν τα έζησα ο ίδιος, αλλά μου τα έχει διηγηθεί ο πατέρας μου, όπως τις καντάδες που έκαναν πιτσιρικάδες, ή αργότερα, που ενώ δεν ήταν καθόλου πολιτικοποιημένος, έτρεχε στην Ασφάλεια μπας και μέσω του ονόματός του, καταφέρει και γλυτώσει από την εξορία τον πατέρα μου και τ’ αδέρφια του… Την εξορία τελικά δεν τη γλύτωσαν, βλέπετε, άλλες εποχές τότε, αν υπήρχε έστω και η παραμικρή υπόνοια αριστερών ή απλά δημοκρατικών φρονημάτων, είχες εξασφαλισμένες διακοπές σε παραδεισένιο Αιγαιοπελαγίτικο νησί, με πολύ ήλιο και παρθένες παραλίες…

Για να επιστρέψουμε στα του δίσκου σου, την παραγωγή την έχει κάνει ένας «ρόκερ», ο Νίκος Μαϊντάς (πρώην Magic de Spell). Τι είδους χημεία είναι αυτή? Μας εξιτάρει πάντως…

Με το Νίκο είμαστε παιδικοί φίλοι. Μεγαλώσαμε μαζί στην ίδια ακριβώς γειτονιά κι ακόμη εκεί παραμένουμε. Κι αν ξεκινήσαμε περίπου την ίδια εποχή να ασχολούμαστε με τη μουσική, εγώ πάντα ανέβαλλα για το μέλλον τη δημοσιοποίηση της δουλειάς μου, πρώτα λόγω σπουδών κι έπειτα λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Στο ίδιο διάστημα εκείνος έκανε 9 δίσκους, κάποιοι από αυτούς έγιναν χρυσοί (με τους Magic de Spell), έδωσε εκατοντάδες συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συνεργάστηκε με ονόματα όπως o J.J. Burnell των Stranglers (ο Mister “Golden Brown”), ο Πάνος Κατσιμίχας, ο Μάνος Ξυδούς και πολλοί – πολλοί άλλοι. Κι αν μέχρι χθες είχα έστω και 2 τραγούδια στη δισκογραφία, το «Λύκο» (Magic de Spell, “ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ”) και το «Που γυρνάς» (στο προσωπικό του album “Σπασμένα ρολόγια”), οφείλεται στο Νίκο που πάντα εκτιμούσε τα τραγούδια μου. Κάποια στιγμή, όταν πια άρχισα να βλέπω εφιάλτες και τα τραγούδια μου κρυμμένα στο συρτάρι άρχισαν να βγάζουνε κραυγές απελπισίας, αποφάσισα επιτέλους να ξεκινήσω ενεργά και να δημοσιοποιήσω τη δουλειά μου, οπότε φυσικά δεν θα μπορούσα να απευθυνθώ κάπου αλλού για στήριξη και βοήθεια. Η εμπλοκή του στην παραγωγή του CD έπαιξε σημαντικό ρόλο όσον αφορά στην αρτιότητα και στο φρέσκο ήχο που θεωρώ πως έχει.

Γεννήθηκες και μεγάλωσες λοιπόν στο Αιγάλεω, δυτική συνοικία, από αυτές που θεωρούνται «υποβαθμισμένες». Θα φύγεις ποτέ να πας σε «καλύτερες» γειτονιές?

Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Δε θα σου πω τα τετριμμένα, για πιο αγνούς και ντόμπρους ανθρώπους, άλλωστε δεν ισχύουν αυτά σε ένα τέτοιο χωνευτήρι που είναι όλο το πολεοδομικό συγκρότημα της ευρύτερης Αθήνας. Όμως δεν αξίζει να χάνει κανείς τη δυνατότητα να ζει στα μέρη που μεγάλωσε, όσο κι αν έχουν αλλάξει, άλλοτε προς το χειρότερο, άλλοτε προς το καλύτερο. Οι ρίζες της γενιάς μου δεν είναι τα χωριά και η επαρχία, όπως για τους παλαιότερους, είναι οι γειτονιές. Και όσο μπορεί κανείς, είναι τυχερός να τις διατηρεί. Εξάλλου, δε θεωρώ και τόσο υποβαθμισμένες τις Δυτικές συνοικίες… Τουλάχιστον εδώ στο Αιγάλεω, την Αγία Βαρβάρα και το Χαϊδάρι, υπάρχουν και πολλές γειτονιές με κήπους και λουλούδια, υπάρχουν και παρκάκια και πράσινο, στο Μπαρουτάδικο, στο Λοιμωδών, στο Δάσος, από μαγαζιά κοντράρουμε στα ίσα πολύ ανώτερες θεωρητικά περιοχές, έφτασε και το μετρό, τι άλλο θέλουμε! ΟΚ, υπάρχουν πολλά να γίνουν ακόμη και τα πράγματα δεν είναι καθόλου ειδυλλιακά, αλλά σε σχέση τουλάχιστον με κάποιες περιοχές του Κέντρου, νομίζω πως είναι πολύ καλύτερα να μένει κανείς εδώ. Βέβαια, εγώ αισθάνομαι σπίτι μου και τον Πειραιά, αφού εκεί πήγαινα γυμνάσιο – λύκειο, εκεί ήταν οι παρέες μου, εκεί «έμαθα τον κόσμο». Όλη την παραλιακή ζώνη από τη Σχολή Δοκίμων μέχρι τη Φρεαττύδα και ως το Φάληρο, δεν τη συγκρίνω στην ομορφιά (αλλά και στο συναίσθημα που μου δίνει κάθε φορά που την επισκέπτομαι) ούτε με το …Μόντε Κάρλο!

Είπες πριν πως έχεις μια πετυχημένη επαγγελματική πορεία, εκτός μουσικής. Διαβάζοντας το βιογραφικό σου, βλέπω ότι σπούδασες στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, είσαι Διπλωματούχος Τοπογράφος Μηχανικός, ενώ έχεις και μια Σχολή Πληροφορικής στην οποία εκτός από υπεύθυνος, διδάσκεις κιόλας. Έχει αξία λοιπόν να μάθουμε πως βλέπεις τα πράγματα σήμερα με την ελληνική παιδεία.

Η αλήθεια είναι πως εκτός από τις πολλές και εξειδικευμένες πιστοποιήσεις μου ως επαγγελματίας εκπαιδευτής, έχω και πολύ μεγάλη εμπειρία, χιλιάδες ώρες «πτήσης», καθώς έχουν περάσει από τα θρανία μου πολλές εκατοντάδες μαθητών τα τελευταία 8 χρόνια. Αλλά και νωρίτερα, οι πενταετείς σπουδές μου στο Πολυτεχνείο, τα αμέτρητα σεμινάρια εξειδίκευσης ως απόφοιτος και η συμμετοχή μου αργότερα σε πλήθος μελετών ως μηχανικός, με έχουν κάνει να έχω καλή εικόνα για το πώς είναι τα πράγματα στην ελληνική παιδεία και να γνωρίζω από πρώτο χέρι τις αγωνίες, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια των νέων. Με μια λέξη, η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Μόνο που αυτό το ξέρουν όλοι, δε χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να το καταλάβει. Κι όμως δε βλέπουμε να γίνεται κάτι σοβαρό από κανέναν. Ποιος δεν ξέρει ότι η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δε δίνει ουσιαστική μόρφωση, έχει αποκλειστικό προσανατολισμό τις εξετάσεις και οι απόφοιτοι δεν έχουν κρατήσει ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις για βασικά ζητήματα, με χειρότερα όλων την ιστορία, τις τέχνες και τον πολιτισμό; Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι όχι μόνο λάθος διαρθρωμένη και αποκομμένη από τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας, με αποτέλεσμα στρατιές πτυχιούχων ανέργων, αλλά και φτωχή, χωρίς σοβαρούς πόρους και με μηδενική έρευνα; Κι αντί να σκύψει η πολιτεία στα προβλήματά της και να ενισχύσει το δημόσιο χαρακτήρα των ιδρυμάτων, ασχολείται με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια… Όλα τα είχε η Μαριορή, ο φερετζές της έλλειπε… Μπορεί να είμαι υπέρ ενός σωστού συστήματος αξιολόγησης στους καθηγητές σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, όμως καλά κάνουν οι φοιτητές που φωνάζουν και αγωνίζονται. Στην τελική, αν δεν αγωνιστούν και δε τα σπάσουν οι νέοι, ποιος θα το κάνει; Τέτοιο μέλλον μας σερβίρουν στο πιάτο, τέτοιες αντιδράσεις να αναμένουν οι «ιθύνοντες»…

Για να το ελαφρύνουμε λιγάκι, Emo η Trendy?

Θυμάμαι όταν ήμουνα πολύ μικρός, υπήρχε το αντίστοιχο «ροκάς ή καρεκλάς – γκιραπάς», που χώριζε όσους άκουγαν σκληρή μουσική από εκείνους που την έβρισκαν με Disco και αντίστοιχα ακούσματα. Κάθε εποχή φαίνεται έχει τις «κλίκες» της. Όλοι κι ακόμη περισσότερο οι έφηβοι, έχουν ανάγκη να ανήκουν σε κάποια ομάδα, να αποκτούν κάποια ιδιαίτερη ταυτότητα, να ξεχωρίζουν. Υπάρχουν θετικά όσο και αρνητικά στοιχεία παντού, αλλά δε θεωρώ κακό ή ανησυχητικό να ανήκει κανείς είτε στο ένα είτε στο άλλο στρατόπεδο. Στο μόνο που είμαι κάθετα αντίθετος, είναι η εφαρμογή βίας. Είμαστε ελεύθεροι όλοι να λέμε ότι θέλουμε, όσο σοφό ή απελπιστικά ηλίθιο και να είναι αυτό που λέμε. Όταν όμως κάποιοι φτάνουν στην ψυχολογική, αλλά ακόμη περισσότερο στη φυσική βία και στο ξύλο, τότε για μένα είναι και για κλάματα και για φυλακή.

Και μια ερώτηση για τα προσωπικά σου, αν επιτρέπεις. Είσαι μόνος αυτόν τον καιρό?

Δε νομίζω πως η ιδιωτική ζωή κανενός έχει ή τουλάχιστον είναι σωστό να έχει ενδιαφέρον σε μια δημόσια κουβέντα, γιατί έτσι περνάμε από τη σφαίρα της ενημέρωσης στη σφαίρα του κουτσομπολιού. Αυτή την αρχή, θέλω να την κρατήσω όχι μόνο τώρα που ξεκινώ στη μουσική, αλλά και πάντα. Από την άλλη, ακριβώς επειδή θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό στα προσωπικά μου και τη σχέση μου αρκετά σπάνια τουλάχιστον με βάση τις στατιστικές, οφείλω να πω ότι είμαι μόνιμα μαζί και πάντα ερωτευμένος με το κορίτσι που γνώρισα τότε που πηγαίναμε ακόμη σχολείο κι ότι πέρα από χιλιάδες άλλα πράγματα, της χρωστάω και την έμπνευση από όλα (τουλάχιστον τα ερωτικά) μου τραγούδια.

Κλείνουμε αυτή τη συνέντευξη, η οποία έχω τη σιγουριά πως βοήθησε πολύ να γνωρίσουμε και τον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο Χάρη Αρώνη, με την κλασσική ερώτηση για τα μελλοντικά σου σχέδια και τις επόμενες εμφανίσεις σου.

Άμεσα μπροστά μου έχω τη βραδιά της Παρασκευής 6 Ιουνίου 2008, την παρουσίαση του δίσκου μου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, σε μια μουσική παράσταση με διάρκεια περίπου 3 ώρες, όπου εκτός από τα δικά μου, θα ακουστούν και πολλά άλλα αγαπημένα τραγούδια. Έχω τη σιγουριά ότι με την 7μελή μπάντα μου, τους «Εναερίτες», έχουμε ετοιμάσει ένα πολύ όμορφο πρόγραμμα, δομημένο σε 2 μέρη, με αρκετές εκπλήξεις και θα το ευχαριστηθούν πραγματικά όλοι όσοι μας τιμήσουν με την παρουσία τους. Στο 1ο μέρος, που θα έχει πιο μοντέρνο και σε κάποια σημεία ροκ περιεχόμενο, θα κάνει ένα πέρασμα από τη σκηνή ως guest ο Νίκος ο Μαϊντάς, ενώ στο δεύτερο μέρος, που θα έχει σταδιακά από έντεχνο-ακουστικό έως έντεχνο-λαϊκό χρώμα, θα έχω τη χαρά και την τιμή να με συνοδεύσει ο μεγαλύτερος κατά τη γνώμη μου σύγχρονος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, ο Μανώλης ο Καραντίνης. Ο Μανώλης είχε βασική συμμετοχή και στην ηχογράφηση του δίσκου μου, δίνοντας μεγάλο «αέρα» στη βαρύτητα του τελικού αποτελέσματος, έβαλε την ψυχή του και τη δική του υπογραφή στα τραγούδια μου και του το χρωστώ. Πιστεύω ακόμη να είναι έτοιμα εκείνη τη βραδιά και τα πρώτα μου video-clip, για να κάνουμε εκεί την πρώτη τους προβολή. Έπειτα από το Γυάλινο, θα έχω κάποιες ζωντανές εμφανίσεις μέσα στο καλοκαίρι, αλλά είναι ακόμη νωρίς για να τις ανακοινώσω επίσημα, οπότε όσοι θέλουν να μαθαίνουν άμεσα τα νέα μου, μπορούν να απευθύνονται στo site μου, το http://www.harisaronis.gr ή το http://www.facebook.com/harisaronis όπου μπορούν να έχουν και άμεση επικοινωνία μαζί μου.